ἐντατικόν

ἐντατικόν
ἐντατικός
stimulating
masc acc sg
ἐντατικός
stimulating
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εντατικός — ή, ό (AM ἐντατικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με έντονη προσπάθεια («εντατική μελέτη», «εντατικά τμήματα») 2. (για μηχάνημα) αυτός που χρησιμεύει για ένταση («εντατικός κοχλίας») μσν. (για ζώο) αυτός που έχει γενετήσιο οργασμό αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”